εὑρέθην

εὑρέθην
εὑρίσκω
find
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
εὑρίσκω
find
aor ind pass 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • обрѣстисѧ — (475), ОБРѦЩ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Быть найденным, обнаружиться. отыскаться: Иже причьтьникъ въ кърчьмьници обрѧштетьсѧ ѣдыи. да отълѹченъ бѹдеть. (εἰ... φωραϑείη ἐσϑίων) КЕ XII, 17б; възискаѥми бѣша старьци ѿ новы германовы вътороѥ и третиѥѥ и не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”